ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 122 (ΦΕΚ Α 215 5.11.2012)
Κανονισμός Λειτουργίας της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 7 παρ. 1 και 2 του ν. 4013/2011 (Α' 204). β) Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα (π.δ. 63/2005 Α' 98).
2. Την από 2.8.2012 γνώμη της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.).
3. Το γεγονός ότι από την έκδοση του παρόντος διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού.
4. Την υπ' αριθμ. 179/2012 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας με πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων, αποφασίζουμε:
Αποστολή
1. Η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημόσιων Συμβάσεων (στο εξής: η Αρχή) σκοπό έχει την υποστήριξη της εθνικής στρατηγικής στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, για τη διασφάλιση της ανάπτυξης, της διαφάνειας, της αποτελεσματικότητας και του υγιούς ανταγωνισμού στο πλαίσιο των ειδικότερων προβλέψεων των άρθρων 1 και 2 του ν. 4013/2011 και των υπερνομοθετικής ισχύος κανόνων και αρχών του Συντάγματος και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Κατά τη λειτουργία της η Αρχή διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας.
3. Η Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, υποκείμενη στον έλεγχο μόνο της Βουλής των Ελλήνων, σύμφωνα με το άρθρο 138Α του Κανονισμού της Βουλής.
Αρμοδιότητες
1. Η Αρχή είναι αρμόδια για το σύνολο των κατηγοριών δημοσίων συμβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ν. 4013/2011, ανεξαρτήτως της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων αυτών.
2. Ειδικότερα, η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες, τις οποίες ασκεί σύμφωνα με τον νόμο και τον παρόντα Κανονισμό:
α) Εποπτεύει και συντονίζει τη δράση των φορέων της κεντρικής διοίκησης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μπορεί να συμμετέχει σε συλλογικά κυβερνητικά όργανα με αρμοδιότητα επί των δημοσίων συμβάσεων, τα οποία συνιστώνται σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 περίπτωση β` του π.δ. 63/2005 (Α` 98). Με σκοπό την ενοποίηση και ομοιόμορφη ανάπτυξη και εφαρμογή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η Αρχή μπορεί να συγκαλεί συσκέψεις συντονισμού με εκπροσώπους των φορέων της κεντρικής διοίκησης και να συγκροτεί ομάδες εργασίας με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων. Με την απόφαση συγκρότησης των ομάδων εργασίας καθορίζονται το έργο κάθε ομάδας, ο χρόνος και ο τρόπος λειτουργίας της. Οι κατά τα ανωτέρω ομάδες εργασίας για τις ανάγκες εκπλήρωσης του έργου τους υπάγονται στην Αρχή και παραδίδουν το έργο τους σε αυτή. Η Αρχή λαμβάνει για ενημέρωση της πίνακα από τα αρμόδια όργανα της κεντρικής, περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης, στον οποίο περιέχεται ο προγραμματισμός των αναγκών τους σχετικά με την εκτέλεση έργων, μίσθωση υπηρεσιών και προμήθεια αγαθών για το επόμενο έτος. Ο ανωτέρω πίνακας πρέπει να κοινοποιείται στην Αρχή το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους από αυτό το οποίο αφορά ο προγραμματισμός εκτός αν συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις που δικαιολογούν την καθυστερημένη αποστολή.
β) Συμβάλλει στη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μεριμνά για την τήρηση των κανόνων και αρχών της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα, εισηγείται ρυθμίσεις προς τα αρμόδια εθνικά όργανα για την προσήκουσα εναρμόνιση της εθνικής έννομης τάξης προς το ενωσιακό δίκαιο, την απλούστευση, συμπλήρωση, αναμόρφωση, κωδικοποίηση και ενοποίηση των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων του εθνικού δικαίου, καθώς και τον εξορθολογισμό των διοικητικών πρακτικών, με σκοπό την ομοιόμορφη, ταχεία και προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος εφαρμογή αυτών και τη διασφάλιση της τήρησης προσηκουσών διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων.
γ) Διατυπώνει γνώμη για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και συμμετέχει στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Για την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητας οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς οφείλουν να απευθύνουν πρόσκληση στην Αρχή για συμμετοχή εκπροσώπων της στις οικείες νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα:
αα) Η Αρχή διατυπώνει γνώμη επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεση τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος Υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω συσκέψεις η Αρχή και ο εκάστοτε αρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεση τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Αρχής.
ββ) Τα προεδρικά διατάγματα, κατά το μέρος που ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται μετά από γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα, η γνώμη αυτή συνοδεύει τα σχέδια προεδρικών διαταγμάτων κατά την αποστολή τους προς επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αναρτάται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της.
γγ) Οι λοιπές κανονιστικές πράξεις, εξαιρουμένων των προκηρύξεων, καθώς και οι κανονισμοί άλλων δημοσίων οργάνων και αναθετουσών αρχών, όπως ιδίως οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2286/1995, συμπεριλαμβανομένων των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας των κατά περίπτωση αρμόδιων ελεγκτικών διοικητικών οργάνων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, κατά το μέρος που οι εν λόγω πράξεις και κανονισμοί ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Η εν λόγω γνωμοδοτική αρμοδιότητα ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση των ανωτέρω σχεδίων διατάξεων στην Αρχή, με μέριμνα του οικείου οργάνου. Με την άπρακτη παρέλευση της άνω προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της Αρχής.
Στην περίπτωση που η Αρχή κρίνει ότι διάταξη σχεδίου νόμου, προεδρικού διατάγματος, άλλης κανονιστικής πράξης ή κανονισμοί λειτουργίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω παραγράφου, αλλά δεν της έχουν κοινοποιηθεί, δύναται και αυτεπαγγέλτως να ασκήσει την κατά περίπτωση γνωμοδοτική της αρμοδιότητα, ακόμα και αν η σχετική διάταξη, πράξη ή κανονισμός έχει ήδη δημοσιευτεί.
δδ) Οι αποφάσεις των αναθετουσών αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, συμφώνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 3 του π.δ. 59/2007 (άρθρο 40 παρ. 3 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) και των άρθρων 24 και 25 του π.δ. 60/2007 (άρθρα 30 και 31 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ αντίστοιχα) εξαιρουμένων των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Η εν λόγω αρμοδιότητα ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την περιέλευση του σχεδίου απόφασης στην Αρχή, συνοδευόμενου από όλα τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται, κατά περίπτωση, η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, με μέριμνα της αναθέτουσας αρχής. Με την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της Αρχής. Στο πλαίσιο άσκησης δειγματοληπτικών ελέγχων, αν η Αρχή εκτιμά ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ανωτέρας βίας που να δικαιολογούν τη μη τήρηση της πρόβλεψης της παρούσας παραγράφου, με απόφαση της δύναται να ζητάει από την αναθέτουσα αρχή την άμεση περιέλευση του σχεδίου απόφασης περί προσφυγής στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, προκειμένου να ασκήσει τις αρμοδιότητες της. Σχέδια αποφάσεων των αναθετουσών αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για λόγους ανωτέρας βίας, αποστέλλονται επίσης στην Αρχή, ώστε να καθίσταται δυνατός και προληπτικός δειγματοληπτικός έλεγχος.
δ) Η Αρχή εκδίδει και αναρτά στην ιστοσελίδα της κανονισμούς για ειδικότερα τεχνικά ή λεπτομερειακά θέματα σχετικά με ζητήματα δημοσίων συμβάσεων που αφορούν ιδίως στην ερμηνεία της σχετικής εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας, λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομολογίας και της νομολογίας των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες προς τους αρμόδιους δημόσιους φορείς και τις αναθέτουσες αρχές με το ανωτέρω περιεχόμενο και εισηγείται στους αρμόδιους Υπουργούς την έκδοση σχετικών εγκυκλίων. Οι κατευθυντήριες οδηγίες αφορούν ιδίως θέματα ενοποίησης των διαδικασιών ελέγχου στο στάδιο που προηγείται της σύναψης δημοσίων-συμβάσεων. Οι αρμόδιοι δημόσιοι φορείς υποχρεούνται να διαβουλεύονται με την Αρχή πριν την έκδοση οποιασδήποτε εγκυκλίου ή κατευθυντήριας οδηγίας. Σε περίπτωση διαφωνίας, οι εν λόγω φορείς οφείλουν να λάβουν υπόψη τη γνώμη της Αρχής και να αιτιολογούν εγγράφως τις θέσεις τους. Στο πλαίσιο άσκησης της ανωτέρω αρμοδιότητας της ως προς την έκδοση κατευθυντηρίων γραμμών, η Αρχή δύναται να συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές, όπως και με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της ημεδαπής και της αλλοδαπής.
ε) Η Αρχή εκδίδει πρότυπα τεύχη δημοπράτησης και σχέδια συμβάσεων μετά από διαβούλευση με τους κατά περίπτωση αρμόδιους δημόσιους φορείς. Η Αρχή διαμορφώνει κανόνες για την τυποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς και ελέγχει την εναρμόνιση αυτών με τις γενικές αρχές του εθνικού και ενωσιακού δικαίου.
στ) Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα των δράσεων των δημοσίων φορέων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συναρμόδιων Υπουργείων, των αρμόδιων διοικητικών οργάνων άσκησης ελέγχου και εποπτείας, καθώς και των αναθετουσών αρχών, στο πλαίσιο του ισχύοντος εθνικού και ενωσιακού νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου περί ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων.
ζ) Ασκεί δειγματοληπτικούς ελέγχους, αναζητώντας με δική της πρωτοβουλία ή/και κατόπιν καταγγελίας πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων από τις αναθέτουσες αρχές και τους εμπλεκόμενους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και καλεί σε ακρόαση τους εκπροσώπους τους για την παροχή πληροφοριών και στοιχείων. Τα πορίσματα της έρευνας της Αρχής επί των κατά τα ανωτέρω ελεγχόμενων διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων κοινοποιούνται στην οικεία αναθέτουσα αρχή, όπως και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις περιπτώσεις της επόμενης παραγράφου. Τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να συνεργάζονται με την Αρχή, να παρέχουν σε αυτήν κάθε αναγκαία σχετική πληροφορία και να συμμορφώνονται προς τις υποδείξεις της. Αντίστοιχη υποχρέωση υπέχουν και οι οικονομικοί φορείς, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του άρθρου 15 του παρόντος. Η Αρχή, εφαρμόζοντας μεθόδους αποτίμησης κινδύνων, εξετάζει ιδίως διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας ή συγχρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά προγράμματα. Εξετάζει επίσης όλες τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για φερόμενες παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, στην περίπτωση που έχει λάβει σχετική έγγραφη ενημέρωση από την αρμόδια Διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή μπορεί είτε με δική της πρωτοβουλία είτε και κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εξετάζει τη φερόμενη παράβαση, ασκώντας τις αρμοδιότητες που της παρέχει ο νόμος και ο παρών Κανονισμός. Αν διαπιστωθεί από την Αρχή παραβίαση του εθνικού ή του ενωσιακού δικαίου επί των δημοσίων συμβάσεων, η πρόοδος των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας διακόπτεται με σχετική απόφαση και δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς απόφαση της Αρχής που να παρέχει την έγγραφη συναίνεση της για την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας. Η δυνατότητα αυτή της Αρχής ισχύει, ανεξαρτήτως αν για την ίδια διαδικασία ανάθεσης έχουν επιληφθεί άλλοι αρμόδιοι εθνικοί φορείς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή δικαστήρια, εφόσον πάντως δεν συντρέχει περίπτωση προσωρινού ή οριστικού δεδικασμένου.
Τα πορίσματα της Αρχής αναφορικά με τη διαπίστωση παραβάσεων διαβιβάζονται περαιτέρω στα αρμόδια δικαστήρια, ύστερα από αίτημα τους, και παρέχονται, με μέριμνα της αναθέτουσας αρχής, σε κάθε ενδιαφερόμενο που αποδεικνύει έννομο συμφέρον για την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του. Επίσης, η Αρχή ενημερώνει άμεσα τα αρμόδια όργανα εποπτείας και ελέγχου, προκειμένου αυτά να επιληφθούν για την άσκηση των κατά το νόμο αρμοδιοτήτων τους και, σε περίπτωση παραβίασης του εθνικού και ενωσιακού δικαίου, συντάσσει και αναρτά στην ιστοσελίδα της ειδική έκθεση, η οποία διαβιβάζεται στον Πρόεδρο της Βουλής και κοινοποιείται στα ως άνω αρμόδια όργανα.
η) Εποπτεύει και αξιολογεί τα κατά περίπτωση αρμόδια ελεγκτικά διοικητικά όργανα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με το ισχύον εθνικό και ενωσιακό νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο και τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αρχής. Τα εν λόγω όργανα οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις οδηγίες της Αρχής.
θ) Μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις για θέματα δημοσίων συμβάσεων, ιδίως σε περιπτώσεις που εγείρονται ευρύτερης σημασίας νομικά ζητήματα ή περιπτώσεις που αφορούν τη συνεπή και ενιαία εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων, με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των αρμόδιων δικαστηρίων σε δίκες που διεξάγονται ενώπιον τους. Η Αρχή μπορεί να ζητάει από το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο κάθε έγγραφο που κρίνεται αναγκαίο για τη διατύπωση της γνώμης της κατά το προηγούμενο εδάφιο, στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας.
ι) Τηρεί Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων. Ιδίως:
αα) συλλέγει και δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων και τη συναφή νομολογία των ενωσιακών και εθνικών δικαστηρίων,
ββ) παρακολουθεί και αξιολογεί τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευση στο Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων δεδομένων στοιχείων από τις αναθέτουσες αρχές και τους αρμόδιους δημόσιους φορείς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 4013/2011. Επίσης, μεριμνά να τηρούνται στην Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων τα κατωτέρω στοιχεία: α) οι προκηρύξεις διαγωνισμών και οι προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος, β) το αντικείμενο των διαγωνισμών και η διαδικασία που τον διέπει, γ) το προϋπολογισθέν ποσό και η πηγή χρηματοδότησης, δ) τα σχετικά χρονοδιαγράμματα και προθεσμίες, ε) τυχόν συμπληρωματικές συμβάσεις, στ) σχετική νομολογία, ζ) στατιστικά στοιχεία.
ια) Παρέχει συμβουλές στις αναθέτουσες αρχές με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αιτήματα των τελευταίων, ιδίως κατά το στάδιο εκδίκασης ή εξέτασης προδικαστικών προσφυγών, σχετικά με τη νόμιμη διεξαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων και την ομοιόμορφη εφαρμογή της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων.
ιβ) Συμμετέχει στα αρμόδια ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ως πρωτεύουσα εθνική αρχή επικοινωνίας σχετικά με την ανταλλαγή απόψεων, πληροφοριών και στοιχείων που αφορούν την εθνική στρατηγική, το νομικό πλαίσιο και τις διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων. Συμμετέχει στην εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και σε συναντήσεις που αφορούν τον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Στο πλαίσιο των παραπάνω αρμοδιοτήτων της αποτελείτο κεντρικό σημείο επικοινωνίας και συντονισμού των ελληνικών αρχών με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ενωσιακής νομόθεσίας περί των δημοσίων συμβάσεων, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών περί παραβιάσεων της ενωσιακής νομοθεσίας και δικαστικής εκπροσώπησης της χώρας στα δικαστικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, οι εκάστοτε αρμόδιες ελληνικές αρχές και οι εκάστοτε εμπλεκόμενοι δημόσιοι φορείς υποχρεούνται να αποστέλλουν στην Αρχή το σύνολο της σχετικής αλληλογραφίας και του φακέλου κάθε φερόμενης παράβασης, προκειμένου η Αρχή να πραγματοποιήσει την κατά τα κατωτέρω έρευνα της. Στην απάντηση των ελληνικών αρχών προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ενωσιακής νομοθεσίας περί των δημοσίων συμβάσεων, προσαρτώνται υποχρεωτικά τα αποτελέσματα έρευνας της Αρχής, σχετικά με την προσήκουσα ερμηνεία, τήρηση και εφαρμογή των εν λόγω κανόνων στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στην υπό περίπτωση ζ αρμοδιότητας της.
ιγ) Συντάσσει και υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε ημερολογιακού έτους, ετήσια έκθεση η οποία δημοσιεύεται στο διαδίκτυο και περιλαμβάνει αποτίμηση των πεπραγμένων της Αρχής, σύμφωνα με το σκοπό και τις αρμοδιότητες της, τις προτάσεις βελτίωσης του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου και των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που έχουν διατυπωθεί προς τους αρμόδιους φορείς και όργανα, καθώς και την πρόοδο της συμμόρφωσης των αρμόδιων φορέων και οργάνων με τις εν λόγω προτάσεις.
κ) Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της η Αρχή: i) δύναται να συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές, όπως και με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της ημεδαπής και της αλλοδαπής, ϋ) δύναται να δημοσιεύει μελέτες με συγκεντρωτικά και συγκριτικά στοιχεία, να απευθύνει συστάσεις και να υποβάλλει προτάσεις στους αρμόδιους δημόσιους φορείς και αναθέτουσες αρχές.
Συγκρότηση
1. Η Αρχή αποτελείται από επτά (7) τακτικά και ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, τα οποία ορίζονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4013/2011, όπως ισχύει.
2. Τα μέλη της Αρχής απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεσμευόμενα μόνο από τον νόμο και τη συνείδηση τους. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4013/2011.
3. Για την εκπλήρωση των σκοπών της, η Αρχή εξυπηρετείται από προσωπικό, κατά τις οικείες διατάξεις των άρθρων 9 και 10 του ν. 4013/2011.
Λειτουργία της Αρχής - Αρμοδιότητες Προέδρου
1. Η Αρχή διέπεται από το ν. 4013/2011, τον παρόντα Κανονισμό, συμπληρωματικά δε από τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, όπως εκάστοτε ισχύουν.
2. Η Αρχή δεν υπόκειται σε οποιονδήποτε διοικητικό έλεγχο.
3. Ο Πρόεδρος έχει την ευθύνη της λειτουργίας της Αρχής και της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Συμβάσεων, καθώς και όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες που του δίνουν ο ν. 4013/2011 και ο παρών Κανονισμός.
4. Των υπηρεσιών της Αρχής προΐσταται ο Γενικός Διευθυντής της.
5. Την πειθαρχική εξουσία επί του προσωπικού της Αρχής και επί του Γενικού Διευθυντή ασκεί ο Πρόεδρος της Αρχής.
6. Τα μέλη της Αρχής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ενεργούν συλλογικά, εκτός αν άλλως προβλέπεται από το νόμο και τον παρόντα Κανονισμό Λειτουργίας.
7. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως, ενώπιον των δικαστηρίων, κάθε άλλης δημόσιας αρχής και τρίτων από τον Πρόεδρο της.
8. Ο Πρόεδρος της Αρχής αναθέτει συγκεκριμένη πράξη ή ενέργεια σε άλλο μέλος της, στον Γενικό της Διευθυντή, τον Νομικό της Σύμβουλο ή σε άλλο μέλος του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της.
Ατομικοί φάκελοι
1. Για κάθε μέλος της Αρχής και του προσωπικού της τηρείται στο γραφείο του Προέδρου ατομικός φάκελος, στον οποίο περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία και έγγραφα που αναφέρονται στον διορισμό και την προσωπική υπηρεσιακή του κατάσταση.
2. Δικαίωμα να λάβουν γνώση των παραπάνω φακέλων έχουν μόνο α) ο Πρόεδρος της Αρχής, β) σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης, ο Πρόεδρος, τα μέλη της Αρχής και του Πειθαρχικού Συμβουλίου και γ) το μέλος το οποίο αφορά ο φάκελος.
Συνεδριάσεις της Αρχής
1. Η Αρχή συνεδριάζει τακτικά τουλάχιστον δύο (2) φορές το μήνα και έκτακτα με απόφαση του Προέδρου ή αν το ζητήσουν τέσσερα (4) τουλάχιστον τακτικά μέλη της. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, και εφόσον υπάρχει ανάγκη να ληφθεί απόφαση, ο Πρόεδρος της Αρχής συγκαλεί αμέσως την Αρχή.
2. Στις συνεδριάσεις της Αρχής μετέχουν τα τακτικά μέλη της. Οι αναπληρωτές του Προέδρου και των μελών καλούνται, αντ` αυτών, σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή κωλύματος του αντίστοιχου τακτικού.
3. Με απόφαση του Προέδρου, τα αναπληρωματικά μέλη μετέχουν σε συνεδριάσεις της Αρχής, ανεξάρτητα από την παράλληλη παρουσία του τακτικού μέλους χωρίς δικαίωμα ψήφου, εφόσον η παρουσία τους κρίνεται απαραίτητη και εφόσον πρόκειται για συνεδριάσεις που αφορούν την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών ή γνωμοδοτήσεων της Αρχής. Στην περίπτωση αυτή τα αναπληρωματικά μέλη μπορούν να μετέχουν και στο τελικό στάδιο της διαλογικής συζήτησης προ της έκδοσης των κατευθυντήριων γραμμών ή γνωμοδοτήσεων. Στις συνεδριάσεις μπορεί να καλείται μετά από πρόσκληση του Προέδρου και να παρίσταται χωρίς δικαίωμα ψήφου ο Γενικός Διευθυντής ή και ο Νομικός Σύμβουλος της Αρχής. Ο Πρόεδρος μπορεί να καλεί να παραστούν κατά τη συζήτηση ειδικών θεμάτων και μέλη του προσωπικού της Αρχής ή τρίτοι, εκπρόσωποι του Δημοσίου ή αλλοδαπών αρχών, δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων και επαγγελματικών οργανώσεων, καθώς και εμπειρογνώμονες. Χρέη γραμματέα ασκεί μέλος του διοικητικού προσωπικού της Αρχής που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της.
4. Οι συνεδριάσεις της Αρχής συγκαλούνται στην έδρα της. Με απόφαση της, η Αρχή μπορεί να συνεδριάσει οπουδήποτε αλλού εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Οι συνεδριάσεις της Αρχής είναι μυστικές, εκτός αν άλλως αποφασιστεί από την Αρχή για συγκεκριμένο ζήτημα με αιτιολογημένη απόφαση.
5. Την σχετική πρόσκληση απευθύνει στα μέλη ο Πρόεδρος, 2 ημέρες τουλάχιστον πριν από τη συνεδρίαση. Σε αυτήν αναφέρονται τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, όπως αυτά καθορίζονται από τον Πρόεδρο ή από τα τακτικά μέλη που ζητούν να συγκληθεί έκτακτη συνεδρίαση κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Στην πρόσκληση για τη συνεδρίαση καθορίζεται και το αν είναι δυνατή η συμμετοχή των μελών με τηλεδιάσκεψη.
6. Το Γραφείο Προέδρου της Αρχής κοινοποιεί την πρόσκληση στα μέλη με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τηλεομοιοτυπία ή τηλεφώνημα. Μαζί με την πρόσκληση κοινοποιείται και η εισήγηση, εφόσον υπάρχει. Αν τακτικό μέλος της Αρχής κωλύεται να παραστεί στη συνεδρίαση, οφείλει να ειδοποιήσει αμέσως το Γραφείο Προέδρου της Αρχής με τον ίδιο τρόπο, η οποία στη συνέχεια καλεί τον αναπληρωτή του. Κλήση στα τακτικά μέλη δεν απαιτείται, αν ο Πρόεδρος έχει ορίσει ημέρα και ώρα τακτικής συνεδρίασης της Αρχής. Η ίδια διαδικασία τηρείται και σε περιπτώσεις έκτακτης συνεδρίασης της Αρχής.
7. Κατ` εξαίρεση, εφόσον συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις, η πρόσκληση των μελών μπορεί να γίνει τηλεφωνικώς, χωρίς τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας, με σχετική καταχώρηση σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στο Γραφείο Προέδρου της Αρχής.
8.Έλλειψη της πρόσκλησης καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πλημμέλειες της θεραπεύονται και η Αρχή συνεδριάζει νόμιμα εάν το μέλος ή τα μέλη που δεν προσκλήθηκαν ή προσκλήθηκαν πλημμελώς παρίστανται και δεν αντιλέγουν στη συνεδρίαση.
9. Εφόσον μέλος της Αρχής έχει δηλώσει εγγράφως κώλυμα συμμετοχής σε συνεδριάσεις που θα διεξαχθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, δεν απαιτείται πρόσκληση του μέλους αυτού στις συνεδριάσεις της εν λόγω περιόδου.
10. Αν κάποια από τα μέλη της Αρχής εκλείψουν ή αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο και εφόσον τα λοιπά μέλη επαρκούν ώστε να υπάρχει απαρτία, η Αρχή μπορεί να λειτουργήσει, όχι όμως για διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου. Η νομιμότητα της σύνθεσης της Αρχής δεν επηρεάζεται από την τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών σε διαδοχικές συνεδριάσεις. Αν η συζήτηση της υπόθεσης διαρκεί περισσότερες από μία συνεδριάσεις, η απόφαση λαμβάνεται από τα μέλη που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση, αφού προηγουμένως, τα μέλη που δεν μετείχαν στις προηγούμενες συνεδριάσεις ενημερωθούν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των κατ` αυτές συζητήσεων. Η ενημέρωση πρέπει να προκύπτει από δήλωση των μελών αυτών, η οποία και καταχωρίζεται στα πρακτικά.
11. Η Αρχή συνεδριάζει νομίμως όταν παρίστανται τέσσερα τουλάχιστον μέλη της, στα οποία συμπεριλαμβάνεται ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του. Παρόν θεωρείται και το μέλος που μετέχει με τηλεδιάσκεψη, εφόσον κατά την κρίση του Προέδρου της Αρχής η φύση της υπόθεσης επιτρέπει την κατά αυτόν τον τρόπο αποτελεσματική συμμετοχή του.
12. Θέμα εκτός ημερήσιας διάταξης μπορεί να συζητηθεί εάν συμφωνούν τα παριστάμενα μέλη.
13. Η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση της έκθεσης του εισηγητή, εφόσον υπάρχει. Στη συνέχεια δίδεται ο λόγος στους τυχόν παριστάμενους τρίτους, οι οποίοι κατόπιν αποχωρούν.
Πρακτικά
1. Με ευθύνη της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Συμβάσεων τηρούνται στενογραφημένα ή μαγνητοφωνημένα πρακτικά όλων των συνεδριάσεων της Αρχής. Στα πρακτικά καταχωρίζονται τα θέματα που συζητήθηκαν, η άποψη που πλειοψήφησε και οι γνώμες των μελών που τυχόν μειοψήφησαν. Τα πρακτικά υπογράφονται από τον Πρόεδρο και από τον υπάλληλο που άσκησε καθήκοντα γραμματέα. Εάν δεν κριθεί σκόπιμη η παρουσία γραμματέα, τα πρακτικά υπογράφονται μόνον από τον Πρόεδρο.
2. Τα πρακτικά και οι εισηγήσεις καταχωρούνται σε βιβλίο. Με απόφαση της Αρχής μπορεί να χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικά τμήματα των πρακτικών ή των εισηγήσεων εφόσον, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, θίγονται επιχειρηματικά συμφέροντα ή παραβλάπτεται ο υγιής ανταγωνισμός ή συντρέχουν λόγοι που προβλέπονται στο ν. 2690/1999.
Λόγοι αποκλεισμού Μέλους
1. Τα μέλη της Αρχής αποκλείονται από την άσκηση των καθηκόντων τους σε υπόθεση α) από την έκβαση της οποίας έχουν άμεσο ή έμμεσο συμφέρον ή β) στην οποία έχουν αναμιχθεί αυτοπροσώπως ή δια παρένθετου προσώπου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με την ιδιότητα του πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, εκπροσώπου, συμβούλου, μάρτυρα, πραγματογνώμονα ή νομικού παραστάτη.
2. Τα μέλη αποκλείονται επίσης από την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον ένα από τα μέρη ή άλλο συνδεόμενο με την υπόθεση πρόσωπο α) έχει την ιδιότητα του συζύγου ή συγγενούς τους εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ` ευθείαν μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε μέχρι και τετάρτου βαθμού, ή β) είναι πρόσωπο με το οποίο έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα.
3. Για τον αποκλεισμό μέλους, τηρείται η διαδικασία του επομένου άρθρου.
Διατάξεις για τις δηλώσεις αποχής και τις αιτήσεις εξαίρεσης
1. Τα μέλη της Αρχής οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον: α) η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντος τους συνδέεται με την έκβαση της υπόθεσης, ή β) είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ` ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τέταρτου βαθμού, με κάποιον από τους ενδιαφερομένους, ή γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους.
2. Μέλος το οποίο κρίνει ότι συντρέχει στο πρόσωπο του λόγος που επιβάλλει την αποχή του, οφείλει να το δηλώσει αμέσως στην Αρχή ή στον Πρόεδρο ή τον εκάστοτε προεδρεύοντα και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια. Στις περιπτώσεις αυτές, η Αρχή αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν.
3. Αίτηση εξαίρεσης μέλους της Αρχής μπορούν να υποβάλουν οι ενδιαφερόμενοι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Η αίτηση υποβάλλεται στην Αρχή ή στον Πρόεδρο ή τον εκάστοτε προεδρεύοντα. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή τα οριζόμενα στην τελευταία περίοδο της προηγούμενης παραγράφου.
4. Η εξαίρεση μπορεί να διατάσσεται και αυτεπαγγέλτως από την Αρχή.
5. Τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που δηλώνεται αποχή, ή ζητείται η εξαίρεση, τόσων μελών ώστε τα απομένοντα να μη σχηματίζουν απαρτία.
Προδικασία
1. Ο Πρόεδρος της Αρχής για την αποτελεσματικότερη προετοιμασία απόφασης, γνωμοδότησης ή άλλης ενέργειας της Αρχής, ορίζει εισηγητή ένα ή περισσότερα από τα τακτικά μέλη της, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, ή άλλο από τα μέλη της ή τον Γενικό Διευθυντή ή μέλος του ειδικού επιστημονικού προσωπικού, τάσσοντας και τη σχετική προθεσμία υποβολής της εισήγησης. Ο εισηγητής έχει την ευθύνη κατάρτισης του σχετικού φακέλου της υπόθεσης. Για την εκτέλεση της αποστολής του, επικουρείται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις. Η προθεσμία που χορηγείται στον εισηγητή μπορεί να παρατείνεται με απόφαση του Προέδρου της Αρχής.
2. Σε δυσχερείς ή γενικότερου ενδιαφέροντος περιπτώσεις και ιδίως όταν πρόκειται για έκδοση κανονιστικών αποφάσεων της Αρχής, ο Πρόεδρος μπορεί να συγκροτήσει ομάδα εργασίας, στην οποία μετέχουν ένα η περισσότερα μέλη της Αρχής ή και του ειδικού επιστημονικού προσωπικού ή και ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες, για την υποβολή εισήγησης.
Διαδικασία ακρόασης
1. Όταν κρίνεται αναγκαίο, η Αρχή δύναται: α) να καλεί τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα δημοσίων φορέων και αναθετουσών αρχών σε ακρόαση για την παροχή διευκρινίσεων επί ζητημάτων που άπτονται των αρμοδιοτήτων της, β) να καλεί ιδιωτικούς οικονομικούς φορείς σε ακρόαση για την παροχή διευκρινίσεων επί ζητημάτων που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής και σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων της Αρχής στο πλαίσιο ελέγχου συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, στην οποία άμεσα ή έμμεσα έχουν μετάσχει οι εν λόγω οικονομικοί φορείς.
2. Η κατά τα ανωτέρω προθεσμία κλήτευσης δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε (5) εργάσιμων ημερών, εκτός αν συντρέχουν λόγοι κατεπείγοντος, οπότε και η προθεσμία μπορεί να συντμηθεί σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες.
3. Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να καλεί τα παραπάνω πρόσωπα ή τον εκπρόσωπο τους να υποβάλλουν μέσα σε τακτή προθεσμία και γραπτό υπόμνημα.
4. Η κλήση για ακρόαση διατάσσεται με επιμέλεια του Γενικού Διευθυντή ή εξουσιοδοτημένου από τον Πρόεδρο της Αρχής υπαλλήλου και ενεργείται από αρμόδιο υπάλληλο της Αρχής ή άλλο δημόσιο όργανο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 5. Υπόμνημα δύνανται να υποβάλλουν και μετά την ακρόαση, εντός προθεσμίας τριών (3) εργάσιμων ημερών, δημόσιοι φορείς, αναθέτουσες αρχές, οικονομικοί φορείς και άλλα πρόσωπα τα οποία κλήθηκαν και συμμετείχαν στην ακρόαση.
Λήψη αποφάσεων
1. Η διάσκεψη για τη λήψη αποφάσεων γίνεται είτε αμέσως μετά τη συζήτηση, είτε σε χρόνο που ορίζει ο Πρόεδρος.
2. Οι αποφάσεις της Αρχής λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου ή του αναπληρωτή του.
3. Τα αναπληρωματικά μέλη δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, εφόσον παρίστανται τα αντίστοιχα τακτικά.
4. Η ψηφοφορία είναι φανερή, εκτός από περιπτώσεις αποφάσεων που αφορούν κωλύματα ή ασυμβίβαστα μελών της Αρχής, οπότε είναι μυστική. Εάν διατυπώνονται περισσότερες από δύο γνώμες και δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση, η ασθενέστερη μειοψηφία οφείλει να προσχωρήσει σε μια από τις δύο επικρατέστερες γνώμες.
5. Αν πρόκειται για συνεδρίαση της Αρχής προς διατύπωση απλής γνώμης, στο οικείο πρακτικό καταχωρίζονται υποχρεωτικώς όλες οι επί μέρους γνώμες που διατυπώθηκαν και τέθηκαν σε ψηφοφορία.
Αποφάσεις - Γνωμοδοτήσεις
1. Οι αποφάσεις της Αρχής είναι ειδικά αιτιολογημένες.
Τυχόν γνώμη της μειοψηφίας αναφέρεται στην απόφαση με μνεία των μελών που μειοψήφησαν.
2. Οι αποφάσεις της Αρχής υπογράφονται από τον Πρόεδρο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, από τον συντάκτη της απόφασης και από τον υπάλληλο που άσκησε καθήκοντα γραμματέα. Στη συνέχεια καταχωρούνται στο Βιβλίο Αποφάσεων της Αρχής κατά αύξοντα αριθμό, ο οποίος αποτελεί και τον αριθμό της απόφασης.
3. Οι αποφάσεις της Αρχής κοινοποιούνται στα εκάστοτε ενδιαφερόμενα μέρη και τις εκάστοτε αναθέτουσες αρχές.
4. Στην περίπτωση κοινοποίησης αποφάσεων και δημοσίευσης αυτών, η Αρχή, με πράξη του Προέδρου της, κατόπιν προτάσεως του ορισθέντος εισηγητή ή, σε περίπτωση μη ορισμού εισηγητή, κατόπιν προτάσεως της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Συμβάσεων, παραλείπει από το προς κοινοποίηση ή και δημοσίευση κείμενο τα στοιχεία εκείνα που κρίνεται ότι αποτελούν είτε απόρρητο που αφορά την εθνική ασφάλεια και δημόσια τάξη είτε επιχειρηματικό ή εμπορικό απόρρητο για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
5. Η Αρχή τηρεί ειδικό Βιβλίο Γνωμοδοτήσεων, όπου καταχωρούνται κατά αύξοντα αριθμό οι γνωμοδοτήσεις της. Οι γνωμοδοτήσεις της Αρχής αναρτώνται στην ιστοσελίδα της, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων της ανωτέρω παραγράφου.
Υποχρέωση συνδρομής των δημοσίων οργάνων και αναθετουσών αρχών
Τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να συνεργάζονται με την Αρχή, να παρέχουν σε αυτήν κάθε αναγκαία σχετική πληροφορία και να τηρούν τις υποδείξεις της, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της. Ειδικότερα, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο, η Αρχή διά του Προέδρου της, δια του Γενικού Διευθυντή της ή διά εξουσιοδοτημένου από τον Πρόεδρο της προσώπου μπορεί με επιστολή της να ζητεί κατά προτεραιότητα την παροχή πληροφοριών και τη χορήγηση εγγράφων που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων της Αρχής, τάσσοντας σχετική προθεσμία.